δεσπότην

δεσπότην
δεσπότης
master
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • АРХИЕРЕЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — [греч. ἀρχιερατικὴ λειτουργία, лат. liturgia pontificalis], в визант. обряде богослужение, совершаемое архиереем (лицом в епископском сане). По апостольскому церковному устройству епископ является главой своей церковной области, символизируя… …   Православная энциклопедия

  • ВСТРЕЧА АРХИЕРЕЯ — чин торжественной встречи епископа при его входе в храм для совершения службы, составляющий особенность архиерейского богослужения. Обычно В. а. называют не только непосредственно встречу епископа духовенством, но также чин совершения архиереем… …   Православная энциклопедия

  • Ton Despotin — is an acclamation chanted by the cantor or choir in honour of a bishop when he gives a blessing in the Eastern Orthodox or Eastern Catholic churches. While the Divine Liturgy may be chanted in any language, Ton Despotin is almost always chanted… …   Wikipedia

  • ENOCH — fil. Cain, Gen. c. 4. v. 26. natus A. M. 131. Ioseph. Antiqq. l. 1. c. 3. Prima quoque mundi civitas ab ipso ain aedificata, et filii nomine appellata: in Tribu Aser. Fuit alius fil. Iaredi, pater Mathusalae, natus A. M. 623. vir iustissmus, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • εξαρχής — και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς) επίρρ. από την αρχή μσν. 1. ανέκαθεν («ἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.) 2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῑν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”